- κιθαρῳδόν
- κιθαρῳδόςone who plays and sings to the citharamasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гоудьнъ — (1*) пр. к гудъ. Зд. Играющий на музыкальном инструменте: Аполона же вводѩ(т) б҃а быти. ревнива суща еже лукъ и тулъ держаща. ѡвогда же гусли и лучець… не по(д)баеть б҃у быти ѹбогу и ревниву и гудную. [так!] (κιθαρῳδόν) ЖВИ XIV–XV, 101б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Γλαύκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσια θεότητα που συγχέεται με τον θεό των θαλασσών Γλαύκο, προσωποποίηση του χρώματος της θάλασσας. 2. Κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, που παντρεύτηκε τον Ιάσονα όταν απομάκρυνε τη Μήδεια. Για να… … Dictionary of Greek